ἐσπάνισε

ἐσπάνισε
σπανίζω
to be rare
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπανίζω — ΝΑ [σπάνις] είμαι σπάνιος, λιγοστός, υπάρχω σε μικρή ποσότητα («αυτό το είδος φυτού σπανίζει στην χώρα μας») νεοελλ. συμβαίνω σπάνια («τέτοια φαινόμενα σπανίζουν στις μέρες μας») αρχ. 1. (ενεργ. και παθ.) (για πρόσ.) έχω ανάγκη ή έλλειψη από κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”